Όταν ο Άντον Ήγκο, ο αυστηρότερος γευσιγνώστης του Παρισιού, δοκιμάζει την απλή συνταγή του καλοφαγά ποντικού Ρεμί, στην αγαπημένη ταινιά των πιτσιρικάδων «Ratatouille», συγκλονίζεται˙ η γεύση και η μυρωδιά τον διακτινίζουν, στην κυριολεξία, πίσω στα παιδικά του χρόνια.
Τον γυρίζουν στο χωριό του, στο πατρικό του σπίτι, στην κουζίνα της μητέρας του, τον ξανακάνουν ανέμελο παιδί.
Τον γυρίζουν στο χωριό του, στο πατρικό του σπίτι, στην κουζίνα της μητέρας του, τον ξανακάνουν ανέμελο παιδί.
Με την πρώτη πηρουνιά, η μνήμη ανάβλυσε σαν γάργαρο νερό και ο αυστηρός κριτής «παραδόθηκε» άνευ όρων στο πιάτο ενός ποντικού chef....
Κάθε φορά που βλέπω μαζί με τα παιδιά μου τον «Ratatouille», μελαγχολώ γιατί συνεδητοποιώ ότι είναι σπάνιες πια οι φορές που η γεύση ενός φαγητού ή η μυρωδιά ενός φρούτου, ενός λαχανικού, μπορεί να μου κεντρίσει μνήμες.
Η ντομάτα δεν θυμίζει σε τίποτα τη ντομάτα που ο παππούς μου μας έκοβε στα τέσσερα και την τρώγαμε με λίγη ρίγανη και μια πρέζα αλάτι, για κολατσιό.
Το αγγουράκι συμβατικό ή βιολογικό τείνει να μοιάσει στο κολοκύθι.
Τα κεράσια, τα βερύκοκα, οι γερμάδες και το καρπούζι δεν έχουν πια τη γεύση του καλοκαιρινού απομεσήμερου, όταν οι μεγάλοι πήγαιναν βαριεστημένα για μια μικρή σιέστα κι εμείς οι μικροί ξετρυπώναμε τις σφήκες στους φράχτες των γειτόνων.
Το ψωμάκι, ακόμα κι αυτό που ζυμώνω πια στο σπίτι, καμία σχέση δεν έχει με το καρβέλι της γιαγιάς που κράταγε τη νοστιμιά του ακόμα και δέκα μέρες μετά το ξεφούρνισμα.
Τον τελευταίο καιρό παρατηρώ ότι έχουν γίνει μόδα στις λαϊκές της Αθήνας τα σπαρτά μυρώνια και οι καυκαλήθρες. Η εποχή βλέπεις «επιτάσσει» να «ανακαλύψουμε» τις θησαυρούς της ελληνικής γης, που τους είχαμε ξεχασμένους και περιφρονημένους.
Οι κυρίες αγοράζουν αφειδώς για να βάλουν στις χορτόπιτες, πληρώνοντας 0,80 ευρώ (!) το ματσάκι. Εγώ πάλι κάθε φορά που τα συναντώ στους πάγκους, αρπάζω ένα ματσάκι και χώνω τη μύτη μου μέσα στα κλωναράκια του με την ίδια πάντα λαχτάρα ˙ η μυρωδιά του να με ταξιδέψει στον κάμπο της ορεινής Αρκαδίας, εκεί που κυλιόμουν ανέμελη ανάμεσα σε μυρώνια, καυκαλήθρες, ζοχούς και άγρια ραδίκια (που στις μέρες μας μπορεί να κοστολογούνται έως και 5 ευρώ το κιλό, στις λαϊκές των βορείων προαστείων).
Μάταια όμως, γιατί δεν έχω αξιωθεί εσχάτως την τύχη του Άντον Ήγκο...
Που πήγαν αναρωτιέμαι οι γεύσεις και οι μυρωδιές της τροφής μας που ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με την Άνοιξη, το Καλοκαίρι, το Φθινόπωρο, το Χειμώνα, τη χαρά, τη λύπη, τα οικογενειακά γλέντια, τους τελευταίους αποχωρισμούς, το χώμα, τις θεμωνιές, το πατητήρι, το λιομάζεμα, τον ξυλόφουρνο, την παιδική μας ξεγνοιασιά, το πρώτο μας ερωτικό σκίρτημα....
Απαντήσεις δεν έχω λάβει ικανοποιητικές˙ ούτε η κόντρα των ειδικών μεταξύ τους, ούτε η κόντρα των καλλιεργητών (συμβατικοί vs βιολογικοί) δεν μας έχει διαφωτίσει. Άσε που ο πόλεμος της γενετικά τροποποιημένης, ολοστρόγγυλης, κατακκόκινης και αψεγάδιαστης ντοματούλας έρχεται να συσκοτίσει ακόμα περισσότερο τα πράγματα...
Πως έγινε δεν ξέρω...
Το μόνο που μπορώ να πω με βεβαιότητα και με γερή δόση λύπης είναι ότι οι γεύσεις και οι μυρωδιές του φαγητού μας δεν ανασύρουν πια μνήμες˙ και αυτό με τρομάζει.
Γι΄αυτό και όποτε συναντώ πια μια γεύση, μια μυρωδιά που ξυπνάει τη μνήμη μου, «κολλάω» και προσπαθώ να τη φυλάξω σαν κόρη οφθαλμού.
Τώρα πια, θα τις μοιράζομαι και μαζί σας.
Κατερίνα Καρύγιαννη
Κατερίνα Καρύγιαννη
Κατερίνα ανατρίχιασα!!!! Σ' ευχαριστώ για το όμορφο και νοσταλγικό ταξίδι που μας πρόσφερες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατερίνα γέμισες τις ψυχές μας μυρωδιές και αρώματα από τη μάνα γή!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγάπη
Κατερινά μου με τις σκέψεις σου αυτες ζωντανεψες το χωριο μου και μαζι με αυτο ενα κομματι της ζωη μου που θελω να κρατησω σαν θυσαυρο...συνεχισε να μας κανεις τι ζωη μας πιο 'γευστικη',πιο 'μυρωδατη',πιο 'εγχρωμη',πιο υγιης...σε ευχαριστω για αυτο το ταξιδι...:)...φιλιω...
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ γραφή σου με ταξιδεύει... Εύχομαι σε κάθε σου βήμα να βρίσκεις πάντα κάτι που να σε εμπνέει... Ιωάννα
ΑπάντησηΔιαγραφή